βεβαιωτικός

βεβαιωτικός
βεβαι-ωτικός, ή, όν,
A confirmatory, Epict.Ench.52, S.E.P.1.169, etc.
II -κόν, τό, tax paid to the Government as warrantor of sales, BGU156.9 (iii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βεβαιωτικός — confirmatory masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιωτικός — ή, ό (AM βεβαιωτικός, ή, όν) [βεβαιωτής] ικανός, κατάλληλος για επιβεβαίωση, επιβεβαιωτικός νεοελλ. γραμμ. «βεβαιωτικά μόρια» άκλιτες λέξεις που σημαίνουν κατάφαση με βεβαιότητα της έννοιας μιας λέξης ή πρότασης …   Dictionary of Greek

  • βεβαιωτικός — ή, ό επίρρ. βεβαιωτικά 1. αυτός που επιβεβαιώνει, επικυρώνει κάτι: Οι πράξεις του είναι βεβαιωτικές των λόγων του. 2. καταφατικός: Βεβαιωτικά μόρια. – Βεβαιωτικά επιρρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βεβαιωτικά — βεβαιωτικός confirmatory neut nom/voc/acc pl βεβαιωτικά̱ , βεβαιωτικός confirmatory fem nom/voc/acc dual βεβαιωτικά̱ , βεβαιωτικός confirmatory fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιωτικόν — βεβαιωτικός confirmatory masc acc sg βεβαιωτικός confirmatory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιωτικοί — βεβαιωτικός confirmatory masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιωτικῆς — βεβαιωτικός confirmatory fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιωτική — βεβαιωτικός confirmatory fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιωτικήν — βεβαιωτικός confirmatory fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιωτικῶς — βεβαιωτικός confirmatory adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιωτικῷ — βεβαιωτικός confirmatory masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”